- ευελπής
- εὐελπής, -ές (Α)1. ο ποθητός2. αυτός που έχει ελπίδα για κάτι καλό.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -ελπής (< έλπομαι), πρβλ. α-ελπής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εύελπης — ο πληθ. ευέλπιδες, ίδων 1. μαθητής της στρατιωτικής σχολής που ετοιμάζει αξιωματικούς του στρατού ξηράς. 2. αυτός που δίνει καλές ελπίδες: Ευέλπιδες νέοι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)